λείπω

λείπω
αμετ.
1) отсутствовать;

ποιός λείπει; — кто отсутствует?;

2) уезжать (за границу); находиться в отъезде;

δεν λείπω από το σπίτι — быть всегда дома;

ο πατέρας μου λείπει πέντε χρόνια στο εξωτερικό — мой отец находится пять лет за границей;

3) избегать, воздерживаться, уклоняться;

δεν λείπει ποτέ από τίς υποχρεώσεις του — он никогда не уклоняется от своих обязанностей;

4) не хватать, недоставать;

λείπουν δέκα φύλλα από το βιβλίο — в книге не хватает десять страниц;

μου λείπεις — мне тебя недостаёт;

του λείπει η φρόνηση (η πείρα) — ему не хватает благоразумия (опыта);

5) τριτοπρόσ.:

λείπουν πέντε μέρες έως... — остаётся пять дней до...;

τί άλλο λείπει να κάνω; — что ещё мне остаётся делать?;

τί άλλο λείπει; — чего ещё надо, чего не хватает?;

§ (ο )λίγο[ν] έλειψε να... чуть было не...;
αυτό(ς) μας ελειπε! этого (его) ещё нам не хватало!; λειψέ από το κεφάλι μου оставь меня в покое;

άς μού λείπει ирон. — мне такого добра не надо;

του λείπρυν — или του λείπει — у него не все дома;

αν λείψει αυτό... если это отбросить...;

λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; — погов, разве без него обойдётся?;

λείπομαι — недоставать, не хватать;

§ εννιά λείπονται ως τα δέκα — погов, девяноста девяти до ста не хватает


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "λείπω" в других словарях:

  • λείπω — leave pres subj act 1st sg λείπω leave pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — λείπω, έλειψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — έλειψα, απουσιάζω, βρίσκομαι μακριά από το σπίτι μου: Όταν έγινε ο σεισμός έλειπα διακοπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεῖπον — λείπω leave pres part act masc voc sg λείπω leave pres part act neut nom/voc/acc sg λείπω leave imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λείπω leave imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπεσθον — λείπω leave pres imperat mp 2nd dual λείπω leave pres ind mp 3rd dual λείπω leave pres ind mp 2nd dual λείπω leave imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελειμμένα — λείπω leave perf part mp neut nom/voc/acc pl λελειμμένᾱ , λείπω leave perf part mp fem nom/voc/acc dual λελειμμένᾱ , λείπω leave perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπεσθε — λείπω leave pres imperat mp 2nd pl λείπω leave pres ind mp 2nd pl λείπω leave imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπετε — λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπῃ — λείπω leave pres subj mp 2nd sg λείπω leave pres ind mp 2nd sg λείπω leave pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμπάνετε — λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»